- χορεύτρια
- ηβλ. χορευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορεύτρια — η, ΝΜΑ, και χορευτρια Α βλ. χορευτής … Dictionary of Greek
Καμαργκό, Μαρί Αν — (Marie Anne de Cupis de Camargo, 1710 – 1770). Γαλλίδα χορεύτρια. θεωρήθηκε φαινόμενο της εποχής της και ο χορός της αποτέλεσε σταθμό στην ορχηστική τέχνη. Ήταν πιθανότατα η πρώτη γυναίκα χορεύτρια που εκτέλεσε την κίνηση κατά την οποία ο… … Dictionary of Greek
γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μπαγιαντέρα — η 1. Ινδή χορεύτρια 2. (γενικά) χορεύτρια θεάτρου 3. γυναίκα υπερβολικά στολισμένη 4. πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bayadere < πορτογαλ. bailadeira «μπαλαρίνα»] … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
Μακάροβα, Ναταλία — (Natalia Makarova, Αγία Πετρούπολη 1940 –). Αμερικανίδα χορεύτρια μπαλέτου, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε στη σχολή των μπαλέτων Κίροφ και το 1959 έγινε χορεύτρια στο ίδιο μπαλέτο. Το 1970 διέφυγε στη Δύση και έγινε μέλος του περίφημου American… … Dictionary of Greek
Μοντέζ, Λόλα — (Lola Montez, Λίμερικ 1818 – 1861). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιρλανδής χορεύτρια και τυχοδιώκτριας Μαρί Ντολόρες Ροζάνα Γκίλμπερτ (Gilbert). Έκανε μαθήματα χορού στη Σεβίλλη και το 1843 άρχισε περιοδείες, ως χορεύτρια, σε διάφορες ευρωπαϊκές… … Dictionary of Greek
Ντάνκαν, Ισιντόρα — (Isidora Duncan, Σαν Φρανσίσκο 1878 – Νίκαια 1927). Βορειοαμερικανίδα χορεύτρια. Το πάθος της για την τέχνη και το χορό που εκδηλώθηκε πολύ νωρίς την έκανε να συλλάβει την ιδέα ενός χορού ελεύθερου, εμπνευσμένου από την ίδια τη φύση. Η πρωτότυπη… … Dictionary of Greek